- παχυστομία
- ἡ, Α [παχύστομος](ιδίως για τους βαρβάρους) η προφορά τών λέξεων με παχιά τραχύτητα («οὐκέτι ὲφαίνετο κατὰ παχυστομίαν καὶ αφυΐαν τινὰ τῶν φωνητηρίων ὀργάνων τοῡτο συμβαίνον», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.